- Προμηθέως
- Προμηθέω̆ς , ΠρομηθεύςPrometheusmasc gen sgΠρομηθεύςPrometheusmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηθέως — προμηθέω̆ς , προμηθεύς Prometheus masc gen sg προμηθεύς Prometheus masc nom sg (epic ionic) προμηθής forethinking adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пелопоннес — (Πελοποννησος, т. е. остров Пелопса (см.), теперь Морея) полуостров, Коринфским перешейком соединяющийся со Средней Грецией и образующий южную часть Балканского (Иллирийского) полуострова (см. Греция). Название П. встречается в греческой… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Mekone — Prometheus mit dem Adler Ethon und Atlas. (Lakonische Schale, ca. 530 v. Chr.) Prometheus (altgr. Προμηθεύς, Gen. Προμηθέως (Promethéôs); dt. der Vorausdenkende) ist in der griechischen Mythologie der Freund und Kulturstifter der Menschheit. Oft… … Deutsch Wikipedia
Prometheus — mit dem Adler Ethon und Atlas. (Lakonische Schale, ca. 530 v. Chr.) Prometheus (altgr. Προμηθεύς, Betonung lat. u. dtsch. Prométheus, Gen. Προμηθέως (Promēthéōs); dt. der Vorausdenkende) ist in der griechischen Mythologie der Freund und… … Deutsch Wikipedia
ASIA Major — una ex tribus orbis partibus veteribus cognitis, reliquas duas simul acceptas magnitudine superans, in ortum maxime extensa, Indicô, Eoô, et Scythicô Oceanô, perfusa; ab Europa ad occidentem Tanai fluv. mari Euxinô, et Aegaeô separata, ab Africa… … Hofmann J. Lexicon universale
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… … Dictionary of Greek
δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… … Dictionary of Greek
πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… … Dictionary of Greek
πυρικοίτης — και ποιητ. δωρ. τ. πυρικοίτας, ὁ, Α αυτός που εμπεριέχει και διατηρεί τη φωτιά («πυρικοίταν νάρθηκα» ο κάλαμος τού Προμηθέως, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κοίτης (< κοίτη / κοῖτος), πρβλ. ανεμο κοίτης] … Dictionary of Greek